- περιαθροίζομαι
- περιαθροίζομαι,A gather about, Hsch. s.v. ἀμφαγέροντο.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαθροίζομαι — Α συναθροίζω … Dictionary of Greek
περιαθροιζόμενον — περιαθροίζομαι gather about pres part mp masc acc sg περιαθροίζομαι gather about pres part mp neut nom/voc/acc sg περιαθροϊζόμενον , περιαθροίζομαι gather about pres part mp masc acc sg περιαθροϊζόμενον , περιαθροίζομαι gather about pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαθροισμός — ὁ, Α [περιαθροίζομαι] η σε κύκλο συνάθροιση … Dictionary of Greek